καταψευδόμενος

καταψευδόμενος
καταψεύδομαι
tell lies against
pres part mp masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • СОСИПАТР —    • Sosipăter,          Σωσίπατρος, поэт средней и новейшей аттической комедии. Еще сохранился большой отрывок его комедии Καταψευδόμενος (отпечатан Meineke, com. Graec. fragm., IV, p. 482 слл.); II, p. 1126 слл. малого издания …   Реальный словарь классических древностей

  • καταψεύδομαι — (AM) λέω ψέματα, ισχυρίζομαι ψεύτικα, προφασίζομαι («καὶ καταψεύδου καλῶς ὡς ἔστι Σεμέλης», Ευρ.) αρχ. 1. κατηγορώ κάποιον λέγοντας ψέματα, διαβάλλω («παῡσαί μου πρὸς τὸν βασιλέα καταψευδόμενος», Πλούτ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι («ἃ… …   Dictionary of Greek

  • Σωσίπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Κωμικός ποιητής της νέας Αττικής Κωμωδίας, άγνωστης εποχής. Διασώθηκε ένα απόσπασμα 57 στίχων από την κωμωδία του Καταψευδόμενος και μερικά από άλλες που αναφέρονται στους Δειπνοσοφιστές του Αθήναιου. 2. Συγγραφέας… …   Dictionary of Greek

  • ՍՏԱԽՕՍ — (ի, աց.) NBH 2 0741 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c Տ. Ստաբան. καταψευδόμενος qui mentitur. *Բերան ստախօս սպանանէ զանձն իմ. Իմ. ՟Ա. 11: *Եւ զի ոչ էիր ստախօս, հաւաստեաւ գիտէի. Եփր. ծն.: *Այն չար եւ ստախօս ծերն մոլորեցոյց… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”